νομισματοθήκη

νομισματοθήκη
η
θήκη για φύλαξη ή έκθεση αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”